"...τα πιο κραυγαλέα μας κενά. Χρειαζόμαστε επειγόντως Κρατική Βιβλιοθήκη, η οποία να λειτουργεί ως έννομο αποθετήριο κάθε πνευματικού έργου που παράγεται στην Κύπρο. [...] Χρειαζόμαστε πολιτική στήριξης της φιλαναγνωσίας, της θεατροφιλίας, της κινηματογραφοφιλίας [...]".
Ολόκληρη η συνέντευξη στον Παύλο Νεοφύτου (εφ. Πολίτης, 14/10/2019):
Στην πνευματική κίνηση της τελευταίας πενταετίας, κυρίως στην Κύπρο, εστιάζει το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Πετρίδη. Με την έκδοση του «Κύπρονδε» και 15 κείμενα, ο αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου παρεμβαίνει κριτικά για πρώτη φορά (τουλάχιστον εκδοτικά) στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία και το θέατρο, για να εξαγάγει ένα αισιόδοξο μήνυμα: ‘«η πνευματική ζωή τα τελευταία χρόνια έχει πάρει φόρα, κάτι καλό συντελείται στα κυπριακά γράμματα, καθώς οι παλαιές εμμονές εγκαταλείπονται, οι νέοι δημιουργοί, πιο εξωστρεφείς, εμφανίζονται περισσότερο (και πιο άμεσα) συντονισμένοι με την παγκόσμια κίνηση και με μια σειρά από δημιουργικές συνέργειες συμπυκνώνουν στον τόπο τις παραγωγικές δυνάμεις». Ο καθηγητής Πετρίδης εξηγεί στον «Π» τους λόγους που τον οδήγησαν στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, ενώ καλεί την Πολιτεία να δημιουργήσει και να συντηρήσει θεσμούς, οι οποίοι να διευκολύνουν τις ιδιωτικές δράσεις και πρωτοβουλίες των λογοτεχνών. «Ο κατεξοχήν ρόλος της Πολιτείας δεν πρέπει να περιορίζεται στην εξυπηρέτηση και χρηματοδότηση ενός συγγραφέα’», τονίζει, «αλλά ο ρόλος της πρέπει να είναι στρατηγικός».
κ. Πετρίδη, τι σας έκανε να ασχοληθείτε με τη σύγχρονη λογοτεχνία και, μάλιστα, με τον ιδιαίτερα απαιτητικό χώρο της κριτικής, τη στιγμή μάλιστα που ως ακαδημαϊκός ειδικεύεστε στην Κλασική Φιλολογία;
Είμαι, όντως, κλασικός φιλόλογος. Εισιτήριό μου προς τη νεοελληνική λογοτεχνία –πέραν της κοινής φιλοπεριέργειας και φιλαναγνωσίας- υπήρξαν οι σπουδές πρόσληψης, που με οδήγησαν σε συστηματικότερη διερεύνηση του έργου, αρχικά, των Νίκου Καζαντζάκη, Γιάννη Ρίτσου και Κυριάκου Χαραλαμπίδη.
Με ποιο σκεπτικό αποφασίσατε να συγκεντρώσετε τα κείμενα αυτά σε ένα βιβλίο;
Το Κύπρονδε συγκεντρώνει δεκαπέντε διαλέξεις και κριτικές, που εκφωνήθηκαν ή γράφτηκαν την περίοδο 2014-2019 και αφορούν την πνευματική κίνηση της εν λόγω πενταετίας, κυρίως, στην Κύπρο. Τα πλείστα κείμενα αναφέρονται σε θεατρικές παραστάσεις ή λογοτεχνικά έργα Κυπρίων και δύο Ελλαδιτών (Μηνάς Τίγκιλης, Γιώργος Στόγιας) που έχουν συνδέσει τη ζωή και την καριέρα τους με το νησί. Η συγκέντρωση των δεκαπέντε κειμένων σε έναν τόμο διατυπώνει ένα αθροιστικό επιχείρημα. Ο χρόνος τελικά θα το δείξει, αλλά είναι πεποίθησή μου ότι η πνευματική μας ζωή τα τελευταία χρόνια έχει πάρει φόρα.
Ο τίτλος του βιβλίου, «Κύπρονδε», παρμένος από την Ιλιάδα, φαντάζομαι επιλέχθηκε για να δηλώσει την ένταξη της κυπριακής λογοτεχνίας στην ελληνική λογοτεχνία και παράδοσή της. Έχετε ξεχωρίσει γνωρίσματα που διακρίνουν τους Κύπριους λογοτέχνες από τον υπόλοιπο λογοτεχνικό κορμό; Επίσης, στο βιβλίο τονίζετε ότι τα τελευταία χρόνια οι νέοι δημιουργοί, πιο εξωστρεφείς, εμφανίζονται περισσότερο συντονισμένοι με την παγκόσμια κίνηση. Κατά την άποψή σας, αυτός ο συντονισμός εμπεριέχει, εκτός από το «λαβείν», και ένα «δούναι»; Σας το αναφέρω έχοντας αυτήν τη στιγμή στο μυαλό μου τη γενιά του ’30, η οποία ως γνωστόν μάς δίδαξε πώς μπορεί η ελληνική λογοτεχνία να μπει σε έναν ισότιμο και αμοιβαίο διάλογο με τον δυτικό πολιτισμό, βρίσκοντας μάλιστα ένα νόημα στο να είσαι Έλληνας στην εποχή σου.
Πρόκειται, όντως, για στίχο από τη ραψωδία Β της Ιλιάδας, στ. 21: πεύθετο γὰρ Κύπρονδε μέγα κλέος… Είναι το σημείο στο οποίο γίνεται αναφορά στην άφιξη στην Κύπρο της είδησης για τη «μεγάλη δόξα» του τρωικού πολέμου. Η Κύπρος βρίσκεται εντός του νοερού «ελληνικού κόσμου». Τελεί, όμως, στην περιφέρεια, εδώ δεν φτάνει παρά ο απόηχος των γεγονότων και η εμπλοκή είναι μονάχα έμμεση και δευτεροβάθμια (ο Κινύρας, ο βασιλιάς της Πάφου, δεν συμμετέχει με στρατό στην εκστρατεία, στέλνει, όμως, δώρο στον Αγαμέμνονα έναν λαμπρό θώρακα).
Αν κάτι χαρακτηρίζει τους Κύπριους λογοτέχνες σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, είναι ότι αρνούνται πλέον να περιοριστούν στην περιφέρεια -την ελληνική ή την παγκόσμια-, να αποδεχθούν μοιρολατρικά ότι η «είδηση» πρέπει να ταξιδεύσει για να τους φτάσει, και να ταξιδεύσει αργά και βασανιστικά, σαν σβησμένη ηχώ. Οι Κύπριοι λογοτέχνες σήμερα εκδίδουν συστηματικά στην Ελλάδα (ή σε κυπριακούς εκδοτικούς οίκους που οι ίδιοι διεκδικούν και κερδίζουν παρουσία εκτός Κύπρου). Οι λογοτέχνες μας ολοένα και δυναμικότερα βγαίνουν προς τα έξω, μεταφράζονται, παρουσιάζουν τη δουλειά τους σε πανεπιστήμια, εργαστήρια, φεστιβάλ και άλλα venues στο εξωτερικό, είναι υποψήφιοι και ενίοτε κερδίζουν αξιόλογα λογοτεχνικά βραβεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό (πέντε Κύπριοι ήταν φέτος υποψήφιοι για Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην Ελλάδα, πιστεύω ότι πρόκειται για αριθμό ρεκόρ).
Η γραμματολογική ιδιοσυστασία της σύγχρονης ελληνόφωνης λογοτεχνίας της Κύπρου έχει, επίσης, αλλάξει σε έναν βαθμό. Ενώ παραμένει αναμφίβολα κομμάτι του ευρύτερου νεοελληνικού κορμού, αισθάνομαι ότι δεν διακατέχεται πια από την αγωνία της εντοπιότητας στον βαθμό που, ίσως, τη διακατείχε στο παρελθόν: η θεματολογία της ελληνόγλωσσης κυπριακής λογοτεχνίας έχει αποφασιστικά διευρυνθεί (δεν είναι πλέον κατ’ ανάγκην κυπρολογική, δεν αγγίζει μόνο, άμεσα, έμμεσα και εν πολλοίς μονοφωνικά, τις συνέπειες των ιστορικών γεγονότων, δεν χρησιμοποιεί την κυπριακή διάλεκτο μόνο ως εργαλείο ηθογράφησης, δεν την περιορίζει σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη ή μέρη αυτών των ειδών). Η κυπριακή λογοτεχνία αποκτά αυτοπεποίθηση ως η λογοτεχνία ενός τόπου που, ενώ διατηρεί τα γνωρίσματα της ιδιοπροσωπίας του, επιθυμεί να αυτοεντοπιστεί σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον πλατύτερο από τα εθνικά και γλωσσικά του όρια.
Είναι και ο στίχος «ελάχιστα μας διαβάζουν», από το ποίημα «Έλληνες ποιητές» του Μόντη, ποίημα που διδάσκονται μέχρι σήμερα οι μαθητές στα λύκειά μας.
Η καλή λογοτεχνία είναι αυτόχρημα παγκόσμια, ασχέτως της γλώσσας στην οποία γράφεται και ανεξαρτήτως της ειδικής θεματολογίας της. Από κει και πέρα, δεν είμαστε αφελείς: η διάδοση της λογοτεχνίας υπακούει, όπως κάθε «προϊόν», στους νόμους του μάρκετιγκ.
Μέσα στο βιβλίο εντοπίζετε τη χρήση του κυπριακού ιδιώματος σε λογοτεχνικά κείμενα. Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης -για τον οποίο διαβάζουμε κείμενό σας στο βιβλίο- στο «Αιγιαλούσης επίσκεψις» ζητά να δίνουμε την αίσθηση της διαλέκτου και όχι να τη μιμούμαστε φολκλορικά, αρκεί μια λέξη, τονίζει, για να «υποδυθεί» τη διάλεκτο. Στο εξωτερικό, ο συγγραφέας Αντρέα Καμιλλέρι, ο οποίος έφυγε τον περασμένο Ιούλιο από τη ζωή, ερωτηθείς σχετικά, δήλωσε ότι επιστρατεύει τη σικελική διάλεκτο στην «προσωπική» γλώσσα και την κοινή ιταλική στην «επίσημη» γλώσσα των χαρακτήρων του. Ως γνωστόν, στον τόπο μας το ζήτημα έχει συνδεθεί εδώ και δεκαετίες με μία κομματική-ιδεολογική στάση, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τους δημιουργούς ως πομπούς αλλά και τους αναγνώστες ως δέκτες σε ό,τι διαβάζουν. Ποια η δική σας προσέγγισή σε αυτό το καθαρά κυπριακό ζήτημα της ντόπιας λογοτεχνίας;
Ευτυχώς, ευτυχέστατα, η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία -και αλλού- έχει απενοχοποιηθεί και έχει αποσείσει πολλές από τις νευρώσεις του παρελθόντος. Η γλώσσα είναι σαφώς φορέας (και) ιδεολογίας, είναι, όμως, πολλαπλές και όχι μονοκατευθυνσιακές οι λεκτικές πράξεις που μπορεί να επιτελέσει. Ο λογοτέχνης οφείλει εξάπαντος να είναι γνήσιος και συνεπής προς τον εαυτό του. Δεν «πρέπει» κανείς Κύπριος λογοτέχνης να γράφει κυπριακά, αν δεν βγαίνει φυσικώ τω τρόπω από μέσα του μια τέτοια ροή και αν η χρήση του ιδιώματος δεν υπηρετεί το καλλιτεχνικό όραμα, τη μετουσίωση των λέξεων σε μνημεία.
Δημιουργία θεσμών, μια χρηματοδότηση δεν είναι λύση
Σε ποιον βαθμό στηρίζονται σήμερα οι Κύπριοι δημιουργοί από την Πολιτεία και τους διάφορους φορείς; Την ίδια ώρα ποιες λύσεις προτείνετε;
Θεωρώ ότι η Πολιτεία κάνει αξιόλογα βήματα στήριξης προς τους λογοτέχνες σε ατομικό επίπεδο. Αυτό που ελλείπει ακόμη είναι οι θεσμοί. Στην Κύπρο ταυτίζουμε, εν πολλοίς, τη στήριξη με την εξυπηρέτηση και τη βοήθεια με τη χρηματοδότηση. Δεν είναι αυτός ο κατεξοχήν ρόλος της Πολιτείας, να βοηθά τον συγγραφέα χ να εκδώσει ή να προωθήσει το βιβλίο ψ. Καλώς το κάνει, όταν μπορεί, αλλά ο ρόλος της Πολιτείας είναι στρατηγικός. Η Πολιτεία οφείλει να δημιουργεί και να συντηρεί θεσμούς, οι οποίοι να διευκολύνουν από κει και πέρα την ιδιωτική πλέον δράση και πρωτοβουλία. Όσα εκατομμύρια και αν ξοδεύουμε κάθε χρόνο για επιχορήγηση εκδόσεων, μεταφράσεων, ταξιδιών στο εξωτερικό για προβολή κ.λπ., δεν δημιουργούμε συνθήκες μακροπρόθεσμης ακμής.
Σημειώνω κάπως πρόχειρα τα πιο κραυγαλέα μας κενά. Χρειαζόμαστε επειγόντως Κρατική Βιβλιοθήκη, η οποία να λειτουργεί ως έννομο αποθετήριο κάθε πνευματικού έργου που παράγεται στην Κύπρο. Χρειαζόμαστε διαφανείς θεσμούς Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, που να μην λειτουργούν σαν vanity awards (η γνώμη μου είναι πως τα κρατικά βραβεία ενός μικρού τόπου δεν θα έπρεπε να απονέμονται σε ετήσια, αλλά ίσως σε διετήσια βάση). Χρειαζόμαστε επίσημη πολιτική συστηματικής προώθησης της κυπριακής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, είτε στο πρωτότυπο είτε μεταφρασμένης στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες πρωτίστως (μεταφράζονται, συχνά με κρατική ή ευρωπαϊκή επιχορήγηση, έργα κυπριακής λογοτεχνίας σε άλλες περιφερειακές γλώσσες, ενώ απουσιάζουν δόκιμες μεταφράσεις των ιδίων έργων στα αγγλικά). Χρειάζεται να ιδρυθούν έδρες κυπριακών σπουδών στα ελλαδικά κατ’ αρχάς πανεπιστήμια (και κατόπιν μόνο στα ξένα). Χρειαζόμαστε πολιτική στήριξης της φιλαναγνωσίας, της θεατροφιλίας, της κινηματογραφοφιλίας (π.χ. μία ενιαία κάρτα «φιλοθεάμονος» με ετήσια συνδρομή και γενναία έκπτωση σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές προβολές μηδεμιάς εξαιρουμένης). Από κει και πέρα -και πάνω από όλα- χρειαζόμαστε συνέργειες μεταξύ των πάμπολλων σήμερα μεμονωμένων ψηφίδων που παράγουν πολιτισμό στον τόπο μας. Οι ατομικές πρωτοβουλίες είναι αγαθές, αλλά χαρακτηρίζονται από μερικότητα και εφημερότητα. Εν τη ενώσει η (πνευματική) ισχύς.