«Με σκοτώνεις, καλό μου ψάρι!, συλλογιζόταν ο γέρος. Μα έχεις κι εσύ δικαίωμα να το κάνεις. Ποτέ μου δεν ξανάδα πιο μεγαλόπρεπο, πιο όμορφο, πιο ήρεμο και πιο ευγενικό πλάσμα από σένα, αδέλφι. Έλα, λοιπόν, και σκότωσέ με. Δεν με νοιάζει ποιος απ’ τους δυο θα σκοτώσει τον άλλο». Μια στιγμή απελπισίας και θάρρους από τον γέρο Σαντιάγο καθώς κυνηγάει ένα θεόρατο ξιφία που ταυτόχρονα διεκδικούν αιμοδιψείς καρχαρίες, στο μυθιστόρημα που χάρισε στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Ο γέρος και η θάλασσα» είναι ένα από τα βιβλία που μου κράτησαν συντροφιά αυτό το καλοκαίρι. Το ‘χα ξεχάσει. Είχα ξεχάσει τις επικές μάχες του ανθρώπου με τη φύση διά χειρός Χέμινγουεϊ, του συγγραφέα αριστουργηματικών όπως τα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» και «Αποχαιρετισμός στα όπλα». Αμερικανός, αριστερός, με συμπάθεια στους αναρχικούς (η CIA τον είχε για πράκτορα της KGB), λίγο θρησκευόμενος, λίγο άθεος, πολύ μάτσο και ολίγον σεξιστής, δεινός ψαράς, λάτρεις του ποτού και της περιπέτειας. Το προφίλ του ανθρώπου που σήμερα θα κατασπάραζε το λόμπι της πολιτικής ορθότητας και τα social media θα έριχναν στα λιοντάρια (τα οποία παρεμπιπτόντως λάτρευε να σκοτώνει, αλλά ας μην ξεφύγουμε από το πλαίσιο της εποχής). Το ρεζουμέ των συγγραφέων λένε πολλά για τα βιβλία τους και το αντίστροφο.
Άρπαξα, λοιπόν, τον «Γέρο και τη θάλασσα» σε μια παρορμητική στιγμή -μάλλον από νοσταλγία- περιφερόμενος σ’ ένα γκράντε βιβλιοπωλείο, αφού τα συνοικιακά έχουν σχεδόν αφανιστεί. Γκράντε δηλαδή, αν του χώσεις και καμιά ηλεκτρονική συσκευή πλάι στα ράφια μπας και τσιμπήσει ο πελάτης κανένα βιβλίο. Win-win που λέμε. Κάτι σαν το «You’ve got mail» με τους Τομ Χανκς και Μεγκ Ράιαν. Αυτή, ιδιοκτήτρια μικρού γωνιακού βιβλιοπωλείου, ζεστού, φιλόξενου, γνωρίζει τους πελάτες με τα ονόματά τους, διαβάζει παραμύθια στα παιδιά τους, διστάζει να πουλήσει βιβλία τα οποία έχουν συναισθηματική αξία για την ίδια. Αυτός, ιδιοκτήτης του σούπερ βιβλιοπωλείου, μαζικής παραγωγής, απρόσωπου και ψυχρού, που εγκαθίσταται στη διπλανή λεωφόρο. Το δεύτερο βεβαίως, βεβαίως, καταβροχθίζει το πρώτο και παρόλα αυτά -Spoiler Alert!- οι δυο τους γνωρίζονται, κοντράρονται και εν τέλει ερωτεύονται. Το μαγαζάκι φαλίρισε μαζί με τη ζεστασιά και τις μυρωδιές των σελίδων που μόνο ένα βιβλιοπωλείο με ψυχή μπορεί να προσφέρει.
«Η αναβάθμιση του ρόλου των βιβλιοθηκών, το κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό και η διαθέσιμη τεχνολογία θα έπρεπε να αποτελούν άμεσα ζητούμενα, μαζί με την ενίσχυση της έκδοσης βιβλίων, την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και την ενθάρρυνση τής διά βίου μάθησης», γράφει μεταξύ άλλων ο φίλος Κύπριος συγγραφέας Σταύρος Χριστοδούλου (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020), με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γραμματισμού που γιορτάστηκε την εβδομάδα που πέρασε. Ο Γραμματισμός, ή αλφαβητισμός, δέχτηκε βαρύ πλήγμα εν μέσω κορωνοϊού, αναδεικνύοντας τις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος -παρά τις φιλότιμες προσπάθειες- όχι μόνο της Κύπρου, κυρίως φτωχότερων χωρών.
Το συλλογικό τίμημα από τον πνευματικό κατήφορο είναι η «μαύρη τρύπα». Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία, το επίπεδο του πολιτισμού και προάγουν την ανεργία και την εξαθλίωση. Για το περιβόητο φιλανδικό μοντέλο έχω γράψει και στο παρελθόν. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι να αντιγράψουμε ένα ξένο για μας σώμα προσαρμοσμένο σε αλλωνών την κουλτούρα. Το ζητούμενο είναι να διαμορφώσουμε ένα νέο, σύγχρονο σύστημα παιδείας, ένα καινούριο κουστούμι στα δικά μας μέτρα. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να εμφυσήσουμε στα παιδιά την αγάπη για το βιβλίο, το πάθος για μόρφωση, τον έρωτα για γνώση. Τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν και η κοινωνία θα αναγεννιέται στο διηνεκές. Όπως έλεγε κι ο παλιόφιλος ο Έρνεστ, «Σε όλη μου τη ζωή κοίταζα τις λέξεις σαν να τις έβλεπα για πρώτη φορά». Αυτό.
Άρθρο του Γιώργου Αγκαστινιώτη στον Φιλελεύθερο, 13.9.2020.